μασούρα, η | [Κρήτη] Μονάδα μέτρησης παροχής νερού, υποδιαίρεση του λουλά· 1 λουλάς είχε 4 μασούρες και 1 μασούρα αντιστοιχούσε σε παροχή 2 οκάδων και 50 δραμιών νερό το 1 λεπτό της ώρας. |
μέδιμνος, ο | [αρχαιοελληνική περίοδος] μέτρο χωρητικότητας δημητριακών κυρίως, 5,5 λίτρα περίπου. |
μετζατολενάδα, η | [ναυτική ορολογία] η μετζατολενάδα, το ημικόριον: μέτρο ίσο με το μισό του κόρου. |
μέτρα, η | [Κεφαλονιά, <1875] μέτρο λαδιού. |
μέτρο, το | Μονάδα μέτρησης μήκους και βασική μονάδα του Διεθνούς Συστήματος μέτρησης (SI).
Ορισμός: το μέτρο είναι το μήκος της απόστασης που διανύει το φως στο κενό σε χρονικό διάστημα 1/299.792.458 του δευτερολέπτου. [17η Γενική Συνδιάσκεψη Μέτρων και Σταθμών, 1983] |
μιγόμι, το | [Κρήτη] μισό γομάρι. |
μικρό, το | το μικρό, το μικρόμετρο: μονάδα μέτρησης ίση με το εκατομμυριοστό του μέτρου. |
μικρόμετρο, το | βλ. μικρό |
μίλι, το | Μονάδα μήκους για τη μέτρηση μεγάλων αποστάσεων, διαφορετική κατά τόπους και εποχές:
[ρωμαϊκή περίοδος] μονάδα μέτρησης ίση με 1000 βήματα. μίλι ναυτικό: μονάδα μήκους για τη μέτρηση θαλάσσιων αποστάσεων ίσο με 1852 μέτρα. μίλι αγγλικό: μονάδα μήκους για μέτρηση αποστάσεων ξηράς ίσο με 1609,3 μέτρα. |
μιλίμετρο, το | το μιλίμετρο, το χιλιοστό: το χιλιοστό του μέτρου. |
μισάρι, το | [Χίος, <1888] το μισάρι ή η μισάρη: μέτρο χωρητικότητας σιτηρών και γενικά ξηρών, το κοιλό. |
μισοκοίλι, το | το μισοκοίλι ή το ημίκοιλον: ίσο με μισό κοιλό. |
μισολάγηνο, το | [Ήπειρος, <1861] μέτρο κρασιού, 2 1/2 λίτρα. |
μίστατο, το | [Κρήτη, Κυκλάδες] δοχείο και μέτρο χωρητικότητας υγρών 6 – 12 οκάδων. |
μόδι, το | [Χανιά] Μέτρο σιτηρών και ξηρών γενικά, ίσο με 8,75 λίτρα.
[Λέσβος] Μονάδα μέτρησης ελαιοπαραγωγής, ίσο με 500 οκάδες ελιές. [Χίος] Μέτρο υγρών και γεννημάτων, το κοιλό. |
μόδιος, ο | [βυζαντινή περίοδος] μονάδα μέτρησης χωρητικότητας πλοίων. |
μουζουράκι, το | [Κρήτη] μέτρο πώλησης ακριβών αποσταγμάτων (γαρυφαλέλαιο, φασκομηλέλαιο κτλ.) ίσο με 5 κυβικά εκατοστά περίπου. |
μουζούρι, το | [Δυτική Κρήτη] Μέτρο μέτρησης δημητριακών ίσο με 10 – 12 οκάδες ανάλογα με το δημητριακό. |
μουντζούρι, το | [Ήπειρος, <1861] Μέτρο σιτηρών χωρητικότητας 20 οκάδων, περίπου ισοδύναμο με το κοιλό. |
μπότσα, η | Μονάδα μέτρησης υγρών, αντιστοιχούσε με 2 οκάδες και χρησιμοποιούνταν κυρίως στις οινοπαραγωγές περιφέρειες της Αττικής και της Εύβοιας για τη μέτρηση του μούστου. |
μπρατικό, το | βλ. πρατικό |
μύστρον, το | [ελληνορωμαϊκή περίοδος] πολύ μικρό μέτρο χωρητικότητας δοσολογίας φαρμάκων. |