βαρέλι, το |
το βουτσί ή βαρέλι ή βουτίον· μέτρο χωρητικότητας υγρών ενός, μισού ή τετάρτου του κόρου. |
βασιλικός πήχης, ο |
[Ελλάδα] Το ονομαζόμενο γαλλικό μέτρο. Το μέτρο. |
βέρσι, το βέρστιο(ν), το |
το βέρσι ή το βέρστιο(ν). Παλιά ρωσική μονάδα μέτρησης μεγάλων αποστάσεων (οδικές διαδρομές). Ισοδυναμεί με 1067 μέτρα. |
βήμα, το |
Μονάδα μέτρησης μήκους σε ευρεία χρήση από όλους τους λαούς και σε όλες τις εποχές λόγω της ανθρωπομετρικής προέλευσής του. Στη σύγχρονη εποχή ισοδυναμεί με 75 εκατοστά του μέτρου. |
βουτσί, το |
βλέπε: βαρέλι |