δάκτυλος, ο | Μέτρο μήκους, υποδιαίρεση του πήχη.
[Αρχαία Ελλάδα] Μέτρο μήκους ισούμενο με το 1/16 του ποδός. αγγλικός δάκτυλος: ίντσα. |
δάκτυλο, το | Μονάδα μήκους, ο πόντος, το εκατοστό του μέτρου. |
δεκατόμετρο, το | Μονάδα μήκους ίση με το 1/10 του μέτρου, αλλιώς παλάμη. |
δίαυλος, ο | [Αρχαία Ελλάδα] Μονάδα μήκους ίση με 2 στάδια. |
διοπτρία, η | Μονάδα μέτρησης της ισχύος ενός φακού ή ενός οπτικού συστήματος. |
δόλιχος, ο | [Αρχαία Ελλάδα] Μονάδα μήκους ίση με 2219 μέτρα (κατ’ άλλους 24 στάδια, περίπου 5 χιλιόμετρα). |
δοχμή, η | [Αρχαία Ελλάδα] Υποδιαίρεση του πήχη, ισοδύναμη με την παλαστή, ίση με 74,8 χιλιοστά. |
δράμι, το | Μονάδα βάρους ίση με το 1/400 της οκάς ή με 3,2 γραμμάρια. |
δρασκελιά, η | Πρόχειρη μονάδα μέτρησης μήκους, η απόσταση που δίνει ο διασκελισμός των ποδιών. |
δραχμή, η | [Ελληνορωμαϊκή περίοδος] Μονάδα μέτρησης βάρους ισοδύναμη με 4,36 γραμμάρια. |
δώρον, το | [Αρχαία Ελλάδα] Υποδιαίρεση του πήχη, ισοδύναμο με την παλαστή, ίσο με 74,8 χιλιοστά. |