Η ιστορία του χωριού ξεκινά κάπου στα τέλη του 11ου αιώνα με την άφιξη στη Κρήτη των δώδεκα αρχοντόπουλων. Ένας από τα αρχοντόπουλα ήταν και ο Λέοντας που επονομάστηκε Μουσούρος γιατί, πρώτος μπήκε στη Βλαχιά και σύντριψε τους Βλάχους(1). Ο Λέοντας Μουσούρος πήρε ως τιμάριο στη Κρήτη μια μεγάλη περιοχή, που τμήμα της ήταν και οι σημερινοί Λάκκοι.
Τα ιστορικά δεδομένα στα ενετικά χρόνια είναι ελάχιστα. Γνωρίζουμε ότι, ο Λακκιώτης οπλαρχηγός Πενταχτένης πήρε μέρος στην επανάσταση κατά των Ενετών, του 1263. Ο οπλαρχηγός Μπίμπος συμμετείχε στην άμυνα του Ηρακλείου το 1669. Τέλος, ο Γεώργιος Μουσούρος πήρε μέρος στην επανάσταση, κατά των Ενετών, του 1570. Σε αυτήν την επανάσταση, η συμμετοχή των Λακκιωτών τονίζεται από την παρουσία στην Πεντανδρία, ως Γενικού Γραμματέα σε αυτήν, του Γεωργίου Μουσούρου. Το αρχηγείο της επανάστασης ήταν στα Μεσκλά και ο αρχηγός της, ο Γεώργιος Καντανολέων, καταγόταν από το Κουστογέρακο Σελίνου. Τέσσερις χιλιάδες Eνετοί στρατιώτες συγκρούστηκαν με τους επαναστάτες, τους οποίους νίκησαν με προδοσία. Οι Ενετοί σε αντίποινα εκτέλεσαν πολλούς Λακκιώτες.
Μετά την κατάληψη της Κρήτης από τους Τούρκους, πέρασαν σχεδόν εκατό χρόνια μέχρι να ξεσπάσει η πρώτη επανάσταση, του Δασκαλογιάννη, στα Σφακιά, το 1770. Η επανάσταση αυτή πνίγηκε στο αίμα. Ακολούθησαν άλλες εννιά, μικρότερες ή μεγαλύτερες επαναστάσεις, μέχρι να αποκτήσει η Κρήτη την ελευθερία της. Στην επανάσταση του 1821, οι Φιλικοί της Κρήτης είχαν οργανώσει στα μεγάλα χωριά – και στους Λάκκους – ομάδες επαναστατών. Η Επανάσταση στη Δυτική Κρήτη, που κηρύχθηκε στις 29/5/1821 στην Παναγία τη Θυμιανή, γρήγορα επεκτάθηκε σε ολόκληρο το νησί. Οι Λακκιώτες που αυθόρμητα πύκνωσαν τις επαναστατικές γραμμές από την αρχή της επανάστασης, έφτασαν τους εκατό τριάντα οχτώ.Οι πεσόντες Λακκιώτες κατά την περίοδο της επανάστασης του 1821–1828 ήταν πενήντα εννέα. Μεγάλη όμως ήταν και η συμμετοχή των γυναικών στις επαναστάσεις για την απελευθέρωση της Κρήτης από τους Τούρκους. Στη μεγάλη επανάσταση του 1866–1869 διακρίθηκαν πολλές Λακκιώτισες και ιδιαίτερα, η Κατερίνα Σταματάκη και η σημαιοφόρος της Ειρήνη Δρακουλέ. Όπως αναφέρει στην «Κρητικοπούλα» του ο Χατζη-Μιχάλης Γιάνναρης, πενήντα νέες από τους Λάκκους, με δική τους σημαία, πήραν μέρος σε σκληρές μάχες που διάρκεσαν τρεις μήνες.
Μετά την απελευθέρωση της Κρήτης από τους Τούρκους, η Κρήτη συνέχισε να πρωτοστατεί στους εθνικοαπελευθερωτικούς αγώνες. Στο Μακεδονικό Αγώνα (1903–1908), οι Κρητικοί σήκωσαν το μεγαλύτερο μέρος του αγώνα για την υπεράσπιση και την απελευθέρωση της Μακεδονίας. Σ’ αυτό τον αγώνα, από τους Λάκκους συμμετείχαν εβδομήντα ένας άντρες. Δεκάξι από αυτούς έμεινα για πάντα – τιμημένοι νεκροί – στα χώματα της Μακεδονίας.
Αλλά και στους Βαλκανικούς Πολέμους (1911–1913) συμμετείχαν, από την τότε αυτόνομη Κρήτη, εβδομήντα εννιά Λακκιώτες αγωνιστές. Και πάλι με βαρύ φόρο αίματος, με δεκαπέντε νεκρούς, οι Λάκκοι τίμησαν το πεδίο της μάχης. Επίσης, σημαντική ήταν και η συμμετοχή των Λακκιωτών στη μαύρη περίοδο, για το έθνος μας, της Μικρασιατικής Καταστροφής (1922). Εφτά Λακκιώτες έμειναν για πάντα στα αφιλόξενα, πλέον, χώματα της Τουρκίας.
Στα πρόσφατα χρόνια οι Λακκιώτες συνέχισαν την παράδοση των προγόνων τους. Στη Μάχη της Κρήτης (20/5/1941) και στις μέρες που ακολούθησαν μετά, τετρακόσιοι ογδόντα πέντε άντρες και γυναίκες αντιστάθηκαν στους Γερμανούς κατακτητές. Την περίοδο αυτή, εξήντα οχτώ Λακκιώτες έδωσαν τη ζωή τους για τη λευτεριά της πατρίδας μας. Άλλοι έμειναν για πάντα στα βουνά της Αλβανίας, άλλοι σκοτώθηκαν από τους Γερμανούς και αρκετοί από αυτούς ακολούθησαν τη μοίρα των ομήρων στα γερμανικά στρατόπεδα του Άουσβιτς και του Νταχάου. Βαρύ, όμως, ήταν το τίμημα, ίσως βαρύτερο από κάθε άλλη φορά, στις χειρότερες στιγμές της νεοελληνικής ιστορίας, στα μαύρα χρόνια του εθνικού διχασμού (1947–1950). Δεκαπέντε Λακκιώτες, κι από τις δυο πλευρές, σκοτώθηκαν από αδελφικό χέρι.
Αυτές ήταν και οι τελευταίες σελίδες της Λακκιώτικης Ιστορίας που γράφτηκαν με πόνο και αίμα. Μια περίοδος άνθησης ακολούθησε μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1970, στο χωριό. Οι Λακκιώτες που στο παρελθόν είχαν διακριθεί στα πεδία της μάχης, διέπρεπαν στους στίβους των γραμμάτων και των τεχνών. Το χωριό αυτό της Ρίζας των Λευκών Ορέων, το φτωχό και άγονο, ανάδειξε εβδομήντα δασκάλους, ενενήντα ένα καθηγητές, εξήντα εννιά δικηγόρους, δεκαπέντε δικαστικούς, εκατό δεκαεννιά μηχανικούς, εξήντα οχτώ γιατρούς και διακόσους ογδόντα επιστήμονες διαφόρων ειδικοτήτων.
Σήμερα το χωριό ζει τις μέρες της παρακμής. Λίγοι ηλικιωμένοι κάτοικοι έχουν μείνει και σέρνουν τα κουρασμένα βήματά τους στους χορταριασμένους, άλλοτε πολυσύχναστους, δρόμους και στις άδειες και ερειπωμένες γειτονιές. Φαίνεται ότι το χωριό έκλεισε τον κύκλο του. Η ιστορία του χωριού σταματά (ίσως και να ξεκινά) όπως άρχισε: το χωριό που πρόσφυγες ίδρυσαν πριν από χίλια τόσα χρόνια, σήμερα έχει στείλει τα παιδιά του σε όλο το κόσμο. Έτσι έπρεπε, μάλλον, να γίνει…