παλάμη, η | Μονάδα μήκους ίση με το 1/10 του μέτρου |
παλαστή, η | [Αρχαία Ελλάδα] Μονάδα μήκους, υποδιαίρεση του πήχυ, ίση με 74,8 χιλιοστά. Ένας κοινός πήχυς είχε 6 παλαστές και κάθε παλαστή υποδιαιρούνταν σε 4 δακτύλους. |
παρασάγγης, ο | [Αρχαία Ελλάδα] Μονάδα μέτρησης μεγάλων αποστάσεων. Ισοδυναμούσε με 30 στάδια, δηλαδή 5.250 μέτρα περίπου. |
πήχη, η
πήχυς, ο πήχης, ο |
[1] Ανθρωπομετρική μονάδα μήκους, η απόσταση από τον αγκώνα μέχρι το άκρο του χεριού.
[2] εμπορικός πήχης: Μονάδα μήκους ίση με 64 εκατοστά του μέτρου. [3] τεκτονικός πήχης: Μονάδα μήκους ίση με 75 εκατοστά του μέτρου. |
πιθαμή, η | η πιθαμή ή η σπιθαμή: ανθρωπομετρική μονάδα μήκους, η απόσταση ανάμεσα στα άκρα των τεντωμένων δακτύλων αντίχειρα και μικρού, ίση με 18 εκατοστά περίπου. |
πίκα, η | [Μαγειρική] μικρή ποσότητα τριμμένου πράγματος, η πρέζα. |
πινάκι, το | [Κρήτη] Μονάδα χωρητικότητας σιτηρών, το 1/2 του μουζουριού.
[Σκιάθος] Μονάδα μέτρησης επιφανείας καλλιεργήσιμων χωραφιών. |
πλέθρον, το | [Αρχαία Ελλάδα] Μέτρο μήκους, το 1/6 του σταδίου, ίσο με 30,82 μέτρα. Επίσης μέτρο επιφανείας ίσο με 950 τετραγωνικά μέτρα. |
πόδι, το | [1] Ανθρωπομετρική μονάδα μήκους, ίση με το μήκος του ποδιού (πέλματος) ενήλικου άνδρα, που διαφέρει κατά εποχές και λαούς.
[2] πόδι αγγλικό: μονάδα μήκους του αγγλοσαξονικού συστήματος μονάδων, ίσο με 30,48 εκατοστά. |
πόντος, ο | Το ένα εκατοστό του μέτρου. |
πρατικό, το | [Κρήτη] Ογκομετρικό δοχείο και μονάδα μέτρησης ξηρών. Το 1/2 του πινακιού ή το 1/4 του μουζουριού. |
πρέζα, η | [Μαγειρική] Μικρή ποσότητα πράγματος. |