οκά, η | Μονάδα βάρους στερεών και υγρών. Η οκά υποδιαιρείται σε 400 δράμια. 1 οκά = 1282 γραμμάρια. |
οξύβαφον, το | [Ελληνορωμαϊκή περίοδος] πολύ μικρή μονάδα μέτρησης χωρητικότητας την οποία χρησιμοποιούσαν οι γιατροί στις δοσολογίες τους. |
οργυιά, η
οργιά, η |
Μέτρο μήκους ίσο με το μήκος και των δυο χεριών απλωμένων οριζόντια (από άκρη σε άκρη των δακτύλων), περίπου 1,85 μέτρα.
[ναυτική ορολογία] αγγλική μονάδα μήκους για μέτρηση ειδικά του βάθους του νερού, ίση με 1,829 μέτρα. |
ουγκιά, η
ουγγιά, η |
[Αγγλοσαξονικές χώρες] Μονάδα βάρους, το 1/16 της λίμπρας, ίση με 28,34 γραμμάρια. |