χιλιόγραμμο, το | το χιλιόγραμμο ή το κιλό: βάρος χιλίων γραμμαρίων, βασική μονάδα βάρους του Διεθνούς Συστήματος μονάδων. |
χήμη, η | [Αρχαιότητα] Πολύ μικρό μέτρο χωρητικότητας για χρήση στην ιατρική πρακτική. |
χοίνιξ, η | [Αρχαία Ελλάδα] Μέτρο χωρητικότητας, κυρίως σιτηρών και ξηρών καρπών, ίσο με το 1/48 του μεδίμνου. Μία «χοίνιξ σίτου» ήταν το καθημερινό συσσίτιο ενός ανθρώπου. |
χους, ο | [Ελληνορωμαϊκά χρόνια] Μέρος χωρητικότητας υγρών, περίπου 3,3 λίτρα. |