| Μετοχή | Ρήμα | Σημασία και παραδείγματα |
|---|---|---|
| αναμεμιγμένος | αναμίγνυμαι | = αυτός που έχει αναμειχθεί, αυτός που έχει εμπλακείαναμεμιγμένος σε σκάνδαλο. |
| αναπεπταμένος | αναπετάννυμαι | = αυτός που έχει αναπετασθεί (απλωθεί)αναπεπταμένη σημαία |
| ανασυνδεδεμένος | ανασυνδέομαι | = αυτός που έχει ανασυνδεθεί |
| ανατεθειμένος | ανατίθεμαι | = αυτός που έχει ανατεθείανατεθειμένη παραγγελία, ανατεθειμένο έργο |
| ανειλημμένος | αναλαμβάνομαι | = αυτός που έχει αναληφθείανειλημμένη υποχρέωση, ανειλημμένη ευθύνη, ανειλημμένα ποσά |
| ανεστραμμένος | αναστρέφομαι | = αυτός που έχει αναστραφεί, αναποδογυρισμένοςανεστραμμένο σχήμα, ανεστραμμένη πολικότητα, ανεστραμμένη θερμοβαθμίδα |
| ανηγμένος | ανάγομαι | = αυτός που έχει αναχθείανηγμένη μεταβολή, ανηγμένη δύναμη ανηγμένη κλίμακα |
| αντεστραμμένος | αντιστρέφομαι | = αυτός που έχει αντιστραφείαντεστραμμένοι ρόλοι, αντεστραμμένοι όροι, αντεστραμμένο κλάσμα |
| απεγκατεστημένος, αποεγκατεστημένος | εγκαθιστώμαι εγκαθίσταμαι | = αυτός που έχει απεγκατασταθεί (ή αποεγκατασταθεί)απεγκατεστημένο πρόγραμμα (σε ηλεκτρονικό υπολογιστή) |
| απεγνωσμένος | απογιγνώσκομαι | = αυτός που έχει περιέλθει σε απόγνωσηαπεγνωσμένη προσπάθεια, απεγνωσμένη φωνή |
| απεσταλμένος | αποστέλλομαι | = αυτός που έχει αποσταλείειδικός απεσταλμένος, απεσταλμένη επιστολή, απεσταλμένο δέμα |
| απευθυσμένος | απευθύνομαι | = αυτός που έχει απευθυσθείαπευθυσμένο έντερο = το απευθυσμένο |
| απηυδημένος, απηυδισμένος | απαυδώ (απαυδώμαι) | = αυτός που έχει απαυδήσει (που έχει χάσει τη φωνή του), που έχει κουραστεί, εξουθενωμένος |
| απογεγραμμένος | απογράφομαι | = αυτός που έχει απογραφεί, απογραμμένοςαπογεγραμμένος κάτοικος |
| αποδεδειγμένος | αποδεικνύομαι | = αυτός που έχει αποδειχθείείναι αποδεδειγμένο, αποδεδειγμένα (επίρρ.) |
| αποκατεστημένος | αποκαθιστώμαι, αποκαθίσταμαι | = αυτός που έχει αποκατασταθείκαλά αποκατεστημένος = εξασφαλισμένος (οικονομικά, εργασιακά κτλ.), νοικοκυρεμένος αποκατεστημένος = δικαιωμένος (ύστερα από βραχύχρονη ή μακρόχρονη απόρριψη ή ανυποληψία) |
| απομεμακρυσμένος | απομακρύνομαι | = αυτός που έχει απομακρυνθείαπομεμακρυσμένος συνδρομητής, |
| απονενοημένος | απονοούμαι | = αυτός που έχει απονοηθεί (= που βρίσκεται σε απόγνωση)απονενοημένο διάβημα = απεγνωσμένη ενέργεια |
| αποσυνδεδεμένος | αποσυνδέομαι | = αυτός που έχει αποσυνδεθείαποσυνδεδεμένη συσκευή (από δίκτυο, από άλλη συσκευή κτλ.) |
| αποσυντεθειμένος | αποσυντίθεμαι | = αυτός που έχει αποσυντεθείαποσυντεθειμένο πτώμα |
| αποτεθειμένος | αποτίθεμαι | = αυτός που έχει αποτεθείαποτεθειμένος οπλισμός, αποτεθειμένη χειροσυσκευή |
| αποτετμημένος | αποτέμνομαι | = αυτός που έχει αποτμηθεί |
| απωθημένος | απωθούμαι | = αυτός που έχει απωθηθεί, απωθημένος)Έβγαλε τα απωθημένα του |
| αυτοδιηγερμένος | αυτοδιεγείρομαι | = αυτός που έχει αυτοδιεγερθείαυτοδιηγερμένη διάταξη |
| αφηρημένος | αφαιρούμαι | = αυτός που έχει αφαιρεθείαφηρημένα ουσιαστικά, αφηρημένη έννοια, αφηρημένη τέχνη |
| βεβαρημένος, βεβαρυμμένος | βαρύνομαι | = αυτός που έχει βαρυνθείβεβαρημένο ποινικό μητρώο, βεβαρημένο παρελθόν, βεβαρημένος οργανισμός |
| βεβιασμένος | βιάζομαι | = αυτός που έχει βιασθείβεβιασμένη ενέργεια, βεβιασμένη κίνηση, βεβιασμένο χαμόγελο |
| γεγυμνωμένος | γυμνούμαι | = αυτός που έχει γυμνωθείτα οστά τα γεγυμνωμένα (εκκλ.) |
| δεδηλωμένος | δηλούμαι | = αυτός που έχει δηλωθείδεδηλωμένος εχθρός αρχή της Δεδηλωμένης = η αρχή της πλειοψηφίας κόμματος που έχει αποδειχθεί με ψηφοφορία στη βουλή |
| δεδικασμένος | δικάζομαι | = αυτός που έχει δικασθείτο δεδικασμένο = ανέκκλητη δικαστική απόφαση, που δεν μπορεί να αμφισβητηθεί |
| δεδομένος | δίδομαι | = αυτός που έχει δοθείδεδομένος = θεωρούμενος ότι υπάρχει ή είναι γνωστος από την αρχή δεδομένη κατάσταση τα δεδομένα (ενός προβλήματος), δεδομένα, επεξεργασία δεδομένων (στην Πληροφορική) |
| δεδουλευμένος | δουλεύομαι | = αυτός που έχει δουλευθεί (και είναι οφειλόμενος)δεδουλευμένα ημερομίσθια, δεδουλευμένοι τόκοι, τα δεδουλευμένα |
| διαδεδομένος | διαδίδομαι | = αυτός που έχει διαδοθείδιαδεδομένος = ευρέως γνωστός, συχνά απαντώμενος, συνηθισμένος |
| διακεκαυμένος | διακαίομαι διακάομαι | = αυτός που έχει διακαείδιακεκαυμένη ζώνη |
| διακεκομμένος | διακόπτομαι | = αυτός που έχει διακοπείδιακεκομμένη συνουσία |
| διακεκριμένος | διακρίνομαι | = αυτός που έχει διακριθείδιακεκριμένος επιστήμονας, διακεκριμένο στέλεχος |
| διαλελυμένος | διαλύομαι | = αυτός που έχει διαλυθείδιαλελυμένη οικογένεια, διαλελυμένη ουσία |
| διασυνδεδεμένος | διασυνδέομαι | = αυτός που έχει διασυνδεθείδιασυνδεδεμένα δίκτυα |
| διατεθειμένος | διατίθεμαι | = αυτός που έχει διατεθείΔεν είμαι διατεθειμένος να υποχωρήσω στις απαιτήσεις του |
| διατεταγμένος | διατάσσομαι | = αυτός που έχει διαταχθείδιατεταγμένη υπηρεσία |
| διεσταλμένος | διαστέλλομαι | = αυτός που έχει διασταλείδιεσταλμένη κόρη οφθαλμού |
| διεστραμμένος | διαστρέφομαι | = αυτός που έχει διαστραφείδιεστραμμένος εγκληματίας |
| διεφθαρμένος | διαφθείρομαι | = αυτός που έχει διαφθαρείδιεφθαρμένος άνθρωπος |
| διηγερμένος | διεγείρομαι | = αυτός που έχει διεγερθείδιηγερμένη ενεργειακή κατάσταση (ενός ατόμου), διηγερμένος ηλεκτρονόμος |
| διπλοεγγεγραμμένος | διπλοεγγράφομαι | = αυτός που έχει διπλοεγγραφείδιπλοεγγεγραμμένος ψηφοφόρος |
| εγγεγραμμένος | εγγράφομαι | = αυτός που έχει εγγραφείεγγεγραμμένος κύκλος, εγγεγραμμένο τετράπλευρο |
| εγκαταλελειμμένος | εγκαταλείπομαι | = αυτός που έχει εγκαταλειφθείεγκαταλελειμμένο σπίτι, εγκαταλελειμμένο αυτοκίνητο |
| εγκατεσπαρμένος | εγκατασπείρομαι | = αυτός που έχει εγκατασπαρεί |
| εγκατεστημένος | εγκαθιστώμαι εγκαθίσταμαι | = αυτός που έχει εγκατασταθείεγκατεστημένο πρόγραμμα (σε ηλεκτρονικό υπολογιστή) |
| εγκεκριμένος | εγκρίνομαι | = αυτός που έχει εγκριθείεγκεκριμένος τύπος, εγκεκριμένο φάρμακο |
| εγνωσμένος | γιγνώσκομαι | = αυτός που έχει γνωσθεί, γνωστός, αδιαμφισβήτητοςεγνωσμένο κύρος, εγνωσμένη αξία |
| ειλημμένος | λαμβάνομαι | = αυτός που έχει ληφθείειλημμένη απόφαση |
| ειμαρμένος | είμαρται (δεν απαντάται στο πρώτο πρόσωπο) | = αυτός που έχει κληρωθεί (ληφθεί με κλήρο), πεπρωμένος, μοιραίοςειμαρμένη: = το πεπρωμένο, η μοίρα |
| ειρημένος | λέγομαι | = αυτός που έχει λεχθεί (ρηθεί, ειπωθεί) |
| εισηγμένος | εισάγομαι | = αυτός που έχει εισαχθείεισηγμένη μετοχή (στο χρηματιστήριο) |
| εκπεφρασμένος | εκφράζομαι | = αυτός που έχει εκφρασθείεκπεφρασμένη άποψη |
| εκτεθειμένος | εκτίθεμαι | = αυτός που έχει εκτεθείεκτεθειμένος στον άνεμο |
| εκτεταμένος | εκτείνομαι | = αυτός που έχει εκταθείεκτεταμένη έρευνα |
| εμπεριστατωμένος | εμπεριστατώ | = αυτός που έχει εμπεριστατωθεί (= εξεταστεί (μελετηθεί, γίνει) με πολλή προσοχή)εμπεριστατωμένη μελέτη |
| εναποτεθειμένος | εναποτίθεμαι | = αυτός που έχει εναποτεθείεναποτεθειμένες ελπίδες |
| ενδεδειγμένος | ενδεικνύομαι, ενδείκνυμαι | = αυτός που έχει ενδειχθείενδεδειγμένος τρόπος, ενδεδειγμένη ενέργεια, ενδεδειγμένη λύση |
| ενδεδυμένος | ενδύομαι | = αυτός που έχει ενδυθείενδεδυμένος φως ως ιμάτιον (εκκλ.) |
| εντεταγμένος | εντάσσομαι | = αυτός που έχει ενταχθεί |
| εντεταλμένος | εντέλλομαι | = αυτός που έχει ενταλείεντεταλμένος σύμβουλος, εντεταλμένος αντιπρόεδρος |
| εντεταμένος | εντείνομαι | = αυτός που έχει ενταθεί |
| εξεζητημένος | εκζητούμαι | = αυτός που έχει εκζητηθείεξεζητημένος τρόπος εξεζητημένη αμφίεση |
| εξημμένος | εξάπτομαι | = αυτός που έχει εξαφθείεξημμένα πνεύματα |
| εξηρμένος | εξαίρομαι | = αυτός που έχει εξαρθείεξηρμένα προσόντα |
| εξωνημένος | εξωνούμαι | = αυτός που έχει εξωνηθεί |
| επανειλημμένος | επαναλαμβάνομαι | = αυτός που έχει επαναληφθείεπανειλημμένη υπόμνηση επανειλημμένως (επίρρ.) |
| επανορθωμένος | επανορθούμαι | = αυτός που έχει επανορθωθεί |
| επεκτεταμένος | επεκτείνομαι | = αυτός που έχει επεκταθείεπεκτεταμένη πλευρά (μαθ.) |
| επενδεδυμένος | επενδύομαι | = αυτός που έχει επενδυθείεπενδεδυμένο κεφάλαιο |
| επηρμένος | επαίρομαι | = αυτός που έχει επαρθεί, ο οιηματίας, ο φαντασμένος, ο αλαζόναςεπηρμένο ύψος |
| επηυξημένος | επαυξάνομαι | = αυτός που έχει επαυξηθείέκδοση βελτιωμένη και επηυξημένη |
| επιβεβαρυμμένος | επιβαρύνομαι | = αυτός που έχει επιβαρυνθεί |
| επιβεβλημένος | επιβάλλομαι | = αυτός που έχει επιβληθείεπιβεβλημένα μέτρα |
| επιγεγραμμένος | επιγράφομαι | = αυτός που έχει επιγραφεί |
| επικεκαλυμμένος | επικαλύπτομαι | = αυτός που έχει επικαλυφθεί |
| επιτετραμμένος | επιτρέπομαι | = αυτός που του έχει επιτραπεί κάποιο έργοο επιτετραμμένος (ανώτερος διπλωματικός υπάλληλος που αναπληρώνει τον πρεσβευτή) |
| ερριμμένος | ρίπτομαι | = αυτός που έχει ριφθείΛίθοι τε και πλίνθοι και κέραμοι ατάκτως ερριμμένα ουδέν χρήσιμά εστιν. |
| εσβεσμένος | σβέννυμαι | = αυτός που έχει σβεσθείεσβεσμένη άσβεστος, εσβεσμένο ηφαίστειο |
| εσκαμμένος | σκάπτομαι | = αυτός που έχει σκαφθείυπερέβη τα εσκαμμένα = ξεπέρασε τα επιτρεπτά όρια |
| εσκεμμένος | σκέπτομαι | = αυτός που τον έχει κανείς σκεφθεί, σκόπιμος, προμελετημένοςεσκεμμένη ενέργεια |
| εσπευσμένος | σπέυδω (σπεύδομαι) | = αυτός που έχει σπευσθείεσπευσμένη ενέργεια |
| εσταυρωμένος | σταυρώνομαι | = αυτός που έχει σταυρωθείο Εσταυρωμένος (Χριστός) |
| εστεγασμένος | στεγάζομαι | = αυτός που έχει στεγασθείεστεγασμένος χώρος |
| εστεμμένος | στέφομαι | = αυτός που έχει στραφείεστεμμένος βασιλιάς |
| εστραμμένος | στρέφομαι | = αυτός που έχει στραφεί |
| εσφαλμένος | σφάλλομαι | = αυτός που έχει σφαλείεσφαλμένη άποψη εσφαλμένο αποτέλεσμα |
| εσφιγμένος | σφίγγομαι | = αυτός που έχει σφιχθείη μονή του Εσφιγμένου (στο Άγιο Όρος) |
| ηγιασμένος | αγιάζομαι | = αυτός που έχει αγιασθείΣάββας ο Ηγιασμένος |
| ηθελημένος | εθέλω (εθέλομαι) | = αυτός που έχει «θεληθεί», εσκεμμένοςηθελημένη ενέργεια |
| ημαρτημένος | αμαρτάνομαι | = αυτός που έχει αμαρτηθεί= εσφαλμένος, λαθεμένος, αποτυχημένος ημαρτημένα = παροράματα, αβλεψίες (ενός βιβλίου) (λατ. errata) |
| ημιανεπτυγμένος | ημιαναπτύσσομαι | = αυτός που έχει ημιαναπτυχθεί |
| ηνωμένος | ενούμαι | = αυτός που έχει ενωθεί, ενωμένοςΗνωμένες Πολιτείες της Αμερικής (ΗΠΑ), Ηνωμένο Βασίλειο (ΗΒ) Οργανισμός Ηνωμένων Εθνών (ΟΗΕ) |
| ηττημένος | ηττώμαι | = αυτός που έχει ηττηθείηττημένη ομάδα, οι νικητές και οι ηττημένοι |
|
Τα στοιχεία της σελίδας αυτής αντλήθηκαν, κατά το σημαντικότερο μέρος τους, από τις σελίδες του περιοδικού Ορόγραμμα της Ελληνικής Εταιρείας Ορολογίας (ΕΛΕΤΟ). |
